- πύς
- Αεπίρρ. δωρ. τ. τού ποῑ*.[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού ποῖ (πρβλ. ὅποι: ὅπυι), βλ. λ. πο-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πο- — ριζικό θέμα τών ερωτηματικών (όταν τονίζεται) και τών αόριστων (όταν είναι εγκλιτικό) επιρρημάτων και αντωνυμιών που ανάγεται στην IE ρ. *kwo (πρβλ. γερμ. hvas, Κατ. quod, αρμ. ο, λιθουαν. kas, αρχ. σλαβ. kŭ to). Η ρίζα αυτή έχει και τις μορφές:… … Dictionary of Greek
τυΐ — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὧδε Κρῆτες» 2. σε επιγρ. αντί τού τ. οἱδί τής αντων. ὁδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. το τού οριστικού άρθρου (πρβλ. ΙΕ *tod, βλ. λ. ο, η, το) αναλογικά προς τους δωρ. τ. ὅπυι, πῦς*] … Dictionary of Greek
kʷo-, kʷe-, fem. kʷā; kʷei- — kʷo , kʷe , fem. kʷā; kʷei English meaning: indefinite/interrogative pronominal base Deutsche Übersetzung: die betonten Formen sind Interrogativa, die unbetonten Indefinita Grammatical information: (presumably einst only in nom.… … Proto-Indo-European etymological dictionary